- προγλωσσίς
- -ίδος, ἡ, Ατο οξύ άκρο τής γλώσσας.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + γλωσσίς (< γλῶσσα), πρβλ. υπο-γλωσσίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προγλωσσίς — tip of the tongue fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόγλωσσος — ον, Α 1. φλύαρος και αστόχαστος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρό γλωσσον το οξύ άκρο τής γλώσσας, η προγλωσσίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γλωσσος (< γλῶσσα)] … Dictionary of Greek